- ποτεκιγκλίζευ
- Αφρ. «σεσηρὼς εὖ ποτεκιγκλίζευ καὶ τᾶς δρυὸς εἴχεο τήνας» — με λοξό χαμόγελο, από τον πόνο, ωραία τόν είχες στήσει και τόν κούναγες σαν σουσουράδα και είχες αγκαλιάσει αυτήν εκεί τη βαλανιδιά (Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. παρατ. τού άχρηστου ρ. προσκιγκλίζομαι (< πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + κιγκλίζω «κουνώ, σαλεύω»)].
Dictionary of Greek. 2013.